κατηφόρισμα

κατηφόρισμα
το
1. η κίνηση προς τα κάτω, η πορεία σε κατηφορικό δρόμο
2. κατηφόρι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατηφόρισμα — το [κατηφορίζω] 1. η πορεία σε κατηφορικό δρόμο 2. κατηφορικός δρόμος, κατηφόρι, κατηφοριά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”